Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

οἱ ἐγκεκυφότες

См. также в других словарях:

  • ἐγκεκυφότες — ἐγκεκῡφότες , ἐγκύπτω stoop down and peep in perf part act masc nom/voc pl ἐγκύπτω stoop down and peep in perf part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιμένω — (AM ἐπιμένω) [μένω] μένω σταθερός, εξακολουθώ να υποστηρίζω τη γνώμη μου (α. «ο επιμένων νικά» β. «ἡμεῑς ἐπὶ τῇ ζητήσει ἐπιμείνωμέν τε καὶ καρτερήσωμεν», Πλάτ.) αρχ. μσν. 1. υπομένω, καρτερώ (α. για το Χριστό «σύντομον ἐπέμεινε θάνατον» β. «ἔμπης …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»